- χρεμέτισμα
- -ίσματος, το, ΝΑ [χρεμετίζω]χλιμίντρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρεμέτισμα — neighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμέτισμα — το, ατος βλ. χρεμετισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεμετίσματα — χρεμέτισμα neighing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσματι — χρεμέτισμα neighing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσματος — χρεμέτισμα neighing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα … Dictionary of Greek
εμβρίμημα — ἐμβρίμημα, το (AM) εκδήλωση οργής εναντίον κάποιου, αγανάκτηση μσν. χρεμέτισμα … Dictionary of Greek
χρεμέτισις — ίσεως, ἡ, Μ [χρεμετίζω] χρεμέτισμα, χρεμετισμός … Dictionary of Greek